- νεφελομετρία
- η хим. нефелометрический метод анализа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεφελομετρία — η 1. (βιοχ.) μέθοδος ποσοτικού προσδιορισμού στοιχείων αιωρούμενων σε ένα υγρό με τη μέτρηση τής αναδυόμενης από το διάλυμα ακτινοβολίας προς διεύθυνση διαφορετική από τη διεύθυνση τής προσπίπτουσας ακτινοβολίας 2. (φυσ. τεχνολ.) μέτρηση τής… … Dictionary of Greek
νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… … Dictionary of Greek